- καρδιουλκία
- καρδιουλκία, ἡ (Α) [καρδιουλκώ]η πράξη και το αποτέλεσμα τού καρδιουλκώ, η εξαίρεση τής καρδιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιουλκία — καρδιουλκίᾱ , καρδιουλκία drawing out the heart fem nom/voc/acc dual καρδιουλκίᾱ , καρδιουλκία drawing out the heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιουλκίαι — καρδιουλκίᾱͅ , καρδιουλκία drawing out the heart fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek